διοριζω

διοριζω
    διορίζω
    δι-ορίζω
    ион. διουρίζω
    1) разграничивать, размежевывать
    

(Λιβύην τε καὴ Ἀσίην Her.; τὸ ἄνω καὴ τὸ κάτω Arst.: τέν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίας Diod.)

    τὸ διορίζον ἐπίγραμμα Plut. — пограничная надпись;
    τὸ διωρισμένον Arst.(нечто) прерывистое, разобщенное

    2) разграничивать, различать
    

(ἀκούσιά τε καὴ ἑκούσια ἀδικήματα Plat.; τὰ καλὰ καὴ τὰ αἰσχρά Arst.)

    3) определять, назначать (в удел), указывать
    

(γέρα θεοῖσι Aesch.)

    μακρὸν διορίσαι τινά Soph. — сделать кого-л. великим;
    διωρισμένος ὑπὸ τῶν νόμων Arst. и ἐκ τοῦ νόμου Dem. — установленный законами;
    διωρισμένα καὴ τεταγμένα Dem. — законоположения

    4) выводить (за пределы страны), переводить, перемещать, переносить
    

(στράτευμα Τροίαν ἔπι Eur.; τὸν ἐνθένδε πόλεμον εἰς τέν ἤπειρον Isocr.)

    ἐκ γῆς διορίσαι πόδα Eur. — уйти из страны, удалиться

    5) выбрасывать, изгонять
    

(τινὰ ὑπὲρ θυμέλας Eur.; τι ἔξω τῶν ὅρων τῆς χώρας Plat.)

    6) med. договариваться, уславливаться
    

(πρός τινα Plat., Plut.)

    7) тж. med. лог. определять
    

(τι Arph., Plat. и περί τινος Isocr., Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Полезное


Смотреть что такое "διοριζω" в других словарях:

  • διορίζω — draw a boundary through pres subj act 1st sg διορίζω draw a boundary through pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορίζω — διορίζω, διόρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διορίζω — (AM διορίζω Α και ιων. τ. διουρίζω) [ορίζω] 1. χαράζω τα όρια, διαχωρίζω 2. καθορίζω, διατάζω, συμβουλεύω νεοελλ. εγκαθιστώ κάποιον σε μια θέση, τού αναθέτω επίσημα μια υπηρεσία αρχ. μσν. ορίζω, προστάζω αρχ. 1. ορίζω λογικά, δίνω ορισμό 2.… …   Dictionary of Greek

  • διορίζω — διόρισα, διορίστηκα, διορισμένος 1. τοποθετώ σε θέση εργασίας: Διορίστηκε στο δημόσιο. 2. αναθέτω επίσημα κάποια υπηρεσία: Διορίστηκε δικαστικός αντιπρόσωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διορίζῃ — διορίζω draw a boundary through pres subj mp 2nd sg διορίζω draw a boundary through pres ind mp 2nd sg διορίζω draw a boundary through pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορίσω — διορίζω draw a boundary through aor subj act 1st sg διορίζω draw a boundary through fut ind act 1st sg διορίζω draw a boundary through aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναδιορίζω — διορίζω εκ νέου, ξαναδιορίζω κάποιον σε θέση που είχε και προηγουμένως ή σε άλλη καινούργια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διορίζω. ΠΑΡ. αναδιορισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στα Έγγραφα Ελλην. Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

  • διοριεῖ — διορίζω draw a boundary through fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) διορίζω draw a boundary through fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοριζομένων — διορίζω draw a boundary through pres part mp fem gen pl διορίζω draw a boundary through pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοριζόμεθα — διορίζω draw a boundary through pres ind mp 1st pl διορίζω draw a boundary through imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοριζόμενον — διορίζω draw a boundary through pres part mp masc acc sg διορίζω draw a boundary through pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»